- ἐπιτρέποντες
- ἐπιτρέπωto turn topres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
Menandre — Ménandre Pour les articles homonymes, voir Ménandre (homonymie). Ménandre … Wikipédia en Français
Ménandre — Pour les articles homonymes, voir Ménandre (homonymie). Ménandre … Wikipédia en Français
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Κέρτε, Άλφρεντ — (Alfred Körte, Βερολίνο 1866 – 1937;). Γερμανός ελληνιστής. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία την περίοδο 1892 95. Το 1899 διορίστηκε καθηγητής στο Γκράιφσβαλντ και το 1917 στη Λειψία. Σε συνεργασία με τον αδελφό του, Γκούσταβ Kέρτε, που… … Dictionary of Greek